„σαχλός“ σαχλός [saˈxlos], σαχλή, σαχλόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) albern, faul, schal albern σαχλός σαχλός faul σαχλός αστείο σαχλός αστείο schal σαχλός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ σαχλός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ