„Entgelt“: Neutrum, sächlich EntgeltNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αμοιβή, πληρωμή, τέλη αμοιβήFemininum, weiblich | θηλυκό f Entgelt πληρωμήFemininum, weiblich | θηλυκό f Entgelt Entgelt τέληNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Entgelt Gebühr Entgelt Gebühr