„Tantieme“: Femininum, weiblich TantiemeFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ποσοστό επί των κερδών ποσοστόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n επί των κερδών Tantieme Tantieme