πληρωμή
[pliroˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zahlungθηλυκό | Femininum, weiblich fπληρωμή γενπληρωμή γεν
- Bezahlungθηλυκό | Femininum, weiblich fπληρωμή σε δόσεις, λογαριασμούπληρωμή σε δόσεις, λογαριασμού
- Aus(be)zahlungθηλυκό | Femininum, weiblich fπληρωμή μισθού, κληρονομιάςπληρωμή μισθού, κληρονομιάς
- Einzahlungθηλυκό | Femininum, weiblich fπληρωμή σε τραπεζικό λογαριασμόπληρωμή σε τραπεζικό λογαριασμό
- Vergütungθηλυκό | Femininum, weiblich fπληρωμή αμοιβή εργασίαςBezahlungθηλυκό | Femininum, weiblich fπληρωμή αμοιβή εργασίαςπληρωμή αμοιβή εργασίας
- Honorarουδέτερο | Neutrum, sächlich nπληρωμή αμοιβή ελεύθερης εργασίαςπληρωμή αμοιβή ελεύθερης εργασίας
examples
-
- πληρωμή ενοικίουMietzahlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πληρωμή κατ’ αποκοπήAkkordlohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples