„einweichen“: transitives Verb einweichentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μουλιάζω, βάζω στο νερό να μαλακώσει, μουσκεύω, μουλιάζω μουλιάζω, βάζω στο νερό να μαλακώσει einweichen Bohnen, Linsen einweichen Bohnen, Linsen μουσκεύω, μουλιάζω einweichen Wäsche einweichen Wäsche