μουλιάζω
[muˈʎazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- wässernμουλιάζω αρακάμουλιάζω αρακά
- einweichenμουλιάζω πλύσημουλιάζω πλύση
Thank you for your feedback!