„gelassen“: Adjektiv gelassenAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ήρεμος, ατάραχος, ψύχραιμος, γαλήνιος ήρεμος, ατάραχος, ψύχραιμος, γαλήνιος gelassen ruhig gelassen ruhig