„Clou“: Maskulinum, männlich ClouMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εντυπωσιακότερο σημείο εντυπωσιακότερο σημείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Clou Höhepunkt Clou Höhepunkt examples das ist der Clou daran εδώ έγκειται το όλο θέμα das ist der Clou daran