„Sensation“: Femininum, weiblich SensationFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πάταγος, εντυπωσιακό γεγονός, εντυπωσιακό νέο πάταγοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Sensation Sensation εντυπωσιακό γεγονόςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Sensation Ereignis Sensation Ereignis εντυπωσιακό νέοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Sensation Nachricht Sensation Nachricht