„Bon“: Maskulinum, männlich BonMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κουπόνι, απόδειξη, απόκομμα κουπόνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bon Gutschein Bon Gutschein απόδειξηFemininum, weiblich | θηλυκό f Bon Quittung απόκομμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bon Quittung Bon Quittung