απόκομμα
[aˈpokoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ausschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπόκομμα εφημερίδαςαπόκομμα εφημερίδας
- Kontrollabschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπόκομμα εισιτηρίουαπόκομμα εισιτηρίου
- Gepäckscheinαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπόκομμα για αποσκευές που αφήνουμε στο αεροδρόμιοαπόκομμα για αποσκευές που αφήνουμε στο αεροδρόμιο
examples
- απόκομμα εφημερίδαςZeitungsausschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich m