απόδειξη
[aˈpoðiksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- απόδειξη
- Quittungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόδειξη αγοράς(Kassen-)Belegαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπόδειξη αγοράςαπόδειξη αγοράς
examples
- δίνω απόδειξηeine Quittung ausstellen
- απόδειξη δι’ ενδείξεων νομικός όρος | RechtswesenνομIndizienbeweisαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- απόδειξη εκτελωνισμούZollbescheinigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples