„bezaubern“: transitives Verb bezauberntransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μαγεύω, σαγηνεύω μαγεύω, σαγηνεύω bezaubern bezaubern