μαγεύω
[maˈjevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -εμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verhexenμαγεύωμαγεύω
- faszinieren, bezaubernμαγεύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφμαγεύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ