„σαγηνεύω“: μεταβατικό ρήμα σαγηνεύω [sajiˈnevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ευσα; -εύτηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bezaubern, verführen bezaubern, verführen σαγηνεύω σαγηνεύω