τέρας
[ˈteras]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <-ατα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- τέρας
- Bestieθηλυκό | Femininum, weiblich fτέρας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτέρας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- τέρας ευφυΐαςIntelligenzbestieθηλυκό | Femininum, weiblich f