„bedürfen“: intransitives Verb bedürfenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χρειάζομαι, έχω ανάγκη από, απαιτώ χρειάζομαι (Genitiv | γενικήgen /Akkusativ | αιτιατική akk) bedürfen έχω ανάγκη από, απαιτώ (Genitiv | γενικήgen /Akkusativ | αιτιατική akk) bedürfen bedürfen