„Barriere“: Femininum, weiblich BarriereFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εμπόδιο, φραγμός εμπόδιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Barriere φραγμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Barriere Barriere