φραγμός
[fraɣˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schrankeθηλυκό | Femininum, weiblich fφραγμός εμπόδιο, κ. μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφBarriereθηλυκό | Femininum, weiblich fφραγμός εμπόδιο, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφφραγμός εμπόδιο, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- φραγμός πυρός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφSperrfeuerουδέτερο | Neutrum, sächlich n