Hürde
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εμπόδιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nHürde Sport | αθλητισμόςSPORT in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigHürde Sport | αθλητισμόςSPORT in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig