„Ausstieg“: Maskulinum, männlich AusstiegMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έξοδος, αποβίβαση, παραίτηση έξοδοςFemininum, weiblich | θηλυκό f Ausstieg Ausstieg αποβίβασηFemininum, weiblich | θηλυκό f Ausstieg Bus Ausstieg Bus παραίτησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Ausstieg in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Ausstieg in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig