παραίτηση
[paˈretisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kündigungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραίτηση από την εργασία εκ μέρους του εργαζομένουπαραίτηση από την εργασία εκ μέρους του εργαζομένου
- Rücktrittαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαραίτηση από αξίωμαAbdankungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραίτηση από αξίωμαπαραίτηση από αξίωμα
- Verzichtαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαραίτηση από δικαίωμαπαραίτηση από δικαίωμα