„auslösen“: transitives Verb auslösentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) θέτω σε λειτουργία, βάζω μπρος, προξενώ, προκαλώ, προξενώ προκαλώ θέτω σε λειτουργία, βάζω μπρος auslösen Technik | τεχνικήTECH auslösen Technik | τεχνικήTECH προξενώ, προκαλώ auslösen hervorrufen auslösen hervorrufen προξενώ, προκαλώ (bei σε) auslösen Freude, Panik auslösen Freude, Panik