anfechtbar
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αμφισβητήσιμοςanfechtbaranfechtbar
- ακυρώσιμοςanfechtbar Rechtswesen | νομικός όροςJURanfechtbar Rechtswesen | νομικός όροςJUR