„ακυρώσιμος“ ακυρώσιμος [akjiˈrosimos], ακυρώσιμη, ακυρώσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) anfechtbar anfechtbar ακυρώσιμος ακυρώσιμος