αμφισβητήσιμος
[amfizviˈtisimos], αμφισβητήσιμη, αμφισβητήσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- anfechtbarαμφισβητήσιμοςαμφισβητήσιμος
Thank you for your feedback!