ambulant
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εξωτερικόςambulant Medizin | ιατρικήMEDambulant Medizin | ιατρικήMED
examples
- ambulante BehandlungFemininum, weiblich | θηλυκό fεξωτερική νοσηλείαFemininum, weiblich | θηλυκό f
- PatientMaskulinum, männlich | αρσενικό m in ambulanter Behandlungεξωτερικός ασθενήςMaskulinum, männlich | αρσενικό m