„allernächste(r, s)“: Adjektiv allernächsteAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ο αμέσως επόμενος ο αμέσως επόμενος allernächste(r, s) allernächste(r, s) examples in allernächster Zeit στο προσεχές μέλλον in allernächster Zeit