„αμέσως“: επίρρημα αμέσως [aˈmesos]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sofort, gleich sofort, gleich αμέσως αμέσως examples έλα αμέσως εδώ! komm sofort hierher! έλα αμέσως εδώ! τώρα αμέσως! jetzt gleich! τώρα αμέσως!