„adressieren“: transitives Verb adressierentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γράφω τη διεύθυνση σε, απευθύνω γράφω τη διεύθυνση σε adressieren Umschlaget cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc adressieren Umschlaget cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc απευθύνω (an+Akkusativ | +αιτιατική +akk σε) adressieren richten adressieren richten