γράφω
[ˈɣrafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ψα; -φ(τ)ηκα; -μμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schreiben (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)γράφωγράφω
- aufschreibenγράφω σημειώνωγράφω σημειώνω
- anschreiben (σε κάποιον jemanden)γράφω στέλνω γράμμαγράφω στέλνω γράμμα
- verfassenγράφω συγγράφωγράφω συγγράφω
- einschreibenγράφω εγγράφωγράφω εγγράφω
- aufnehmenγράφω μουσ βίντεογράφω μουσ βίντεο
- verschreibenγράφω φάρμακογράφω φάρμακο
examples
- τι γράφει;was steht geschrieben?
-
- γράφω διαγώνισμαeine Arbeit schreiben
hide examplesshow examples