„abringen“: transitives Verb abringentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κατάφερε μετά βίας να σκάσει ένα χαμόγελο examples sie rang sich ein Lächeln ab κατάφερε μετά βίας να σκάσει ένα χαμόγελο sie rang sich ein Lächeln ab