„abluchsen“: transitives Verb abluchsentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αποσπώ με πονηρό τρόπο αποσπώ με πονηρό τρόπο abluchsen abluchsen