„χαμόγελο“: ουδέτερο χαμόγελο [xaˈmojelo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lächeln Lächelnουδέτερο | Neutrum, sächlich n χαμόγελο χαμόγελο