„όρεξη“: θηλυκό όρεξη [ˈoreksi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Appetit, Lust Appetitαρσενικό | Maskulinum, männlich m όρεξη επιθυμία για φαγητό όρεξη επιθυμία για φαγητό Lustθηλυκό | Femininum, weiblich f όρεξη διάθεση όρεξη διάθεση examples καλή όρεξη! guten Appetit!, Mahlzeit! καλή όρεξη! έχω όρεξη Appetit haben (για auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) έχω όρεξη δεν έχω όρεξη keine Lust haben (για auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) δεν έχω όρεξη δεν έχω όρεξη για χορό ich habe keine Lust zu tanzen δεν έχω όρεξη για χορό hide examplesshow examples