„ψωμί“: ουδέτερο ψωμί [psoˈmi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Brot Brotουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψωμί ψωμί examples άσπρο ψωμί Weißbrotουδέτερο | Neutrum, sächlich n άσπρο ψωμί μαύρο ψωμί Schwarzbrotουδέτερο | Neutrum, sächlich n μαύρο ψωμί βγάζω το ψωμί μου sich sein Brot verdienen βγάζω το ψωμί μου ψωμί από σίκαλη Roggenbrotουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψωμί από σίκαλη ψωμί με μαρμελάδα Marmeladenbrotουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψωμί με μαρμελάδα ψωμί ολικής αλέσεως Vollkornbrotουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψωμί ολικής αλέσεως ψωμί σίκαλης Bauernbrotουδέτερο | Neutrum, sächlich n ψωμί σίκαλης hide examplesshow examples