„επάλειμμα“: ουδέτερο επάλειμμα [eˈpalima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Brotaufstrich examples επάλειμμα σε ψωμί Brotaufstrichαρσενικό | Maskulinum, männlich m επάλειμμα σε ψωμί