ψυχαναγκαστικός
[psixanaŋgastiˈkos], ψυχαναγκαστική, ψυχαναγκαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ψυχαναγκαστική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich fZwangshandlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ψυχαναγκαστική νεύρωσηθηλυκό | Femininum, weiblich fZwangsneuroseθηλυκό | Femininum, weiblich f