„Zwangsneurose“: Femininum, weiblich ZwangsneuroseFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ψυχαναγκαστική νεύρωση ψυχαναγκαστική νεύρωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Zwangsneurose Zwangsneurose