„ψηλοτάκουνα“: πληθυντικός ουδετέρου ψηλοτάκουνα [psiloˈtakuna]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) High Heels High Heelsπληθυντικός | Plural pl ψηλοτάκουνα ψηλοτάκουνα