ψαλίδι
[psaˈliði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schereθηλυκό | Femininum, weiblich fψαλίδιψαλίδι
examples
- ψαλίδι ισιώματος μαλλιώνGlätteisenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ψαλίδι νυχιώνNagelschereθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ψαλίδι πουλερικώνGeflügelschereθηλυκό | Femininum, weiblich f