χωρικός
[xoriˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, χωρική, χωρικόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- χωρικά ύδαταπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplHoheitsgewässerπληθυντικός | Plural pl
χωρικός
[xoriˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Dorfbewohnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fχωρικός κάτοικος χωριούχωρικός κάτοικος χωριού
- Bauerαρσενικό | Maskulinum, männlich mχωρικός αγρότηςBäuerinθηλυκό | Femininum, weiblich fχωρικός αγρότηςχωρικός αγρότης