„Bauer“: Maskulinum, männlich BauerMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-n; -n>auch | και, επίσης a. pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χωριάτης, γεωργός, χωρικός, αγρότης χωριάτηςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Bauer χωρικόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Bauer Bauer γεωργόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Bauer Landwirt αγρότηςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Bauer Landwirt Bauer Landwirt