χωράφι
[xoˈrafi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- χωράφιαπληθυντικός | Plural plAckerbodenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- χωράφι σιτηρώνGetreidelandουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- χωράφι σπαρμένο με στάριKornfeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n