„Kornfeld“: Neutrum, sächlich KornfeldNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χωράφι σπαρμένο με στάρι χωράφιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n σπαρμένο με στάρι Kornfeld Kornfeld