χιλιομετρικός
[çiʎometriˈkos], χιλιομετρική, χιλιομετρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- χιλιομετρικός δείκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich mMeilensteinαρσενικό | Maskulinum, männlich m