Meilenstein
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- χιλιομετρικός δείκτηςMaskulinum, männlich | αρσενικό mMeilensteinMeilenstein
- ορόσημοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nMeilenstein in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigMeilenstein in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig