Greek-German translation for "φόβος"

"φόβος" German translation

φόβος
[ˈfovos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Furchtθηλυκό | Femininum, weiblich f
    φόβος συναίσθημα
    Angstθηλυκό | Femininum, weiblich f (γενική | Genitivgen vor+δοτική | +Dativ +dat για um)
    φόβος συναίσθημα
    φόβος συναίσθημα
  • Angstθηλυκό | Femininum, weiblich f
    φόβος το αίσθημα ότι επίκειται κίνδυνος
    Befürchtungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    φόβος το αίσθημα ότι επίκειται κίνδυνος
    φόβος το αίσθημα ότι επίκειται κίνδυνος
  • Gefahrθηλυκό | Femininum, weiblich f
    φόβος δυσάρεστο ενδεχόμενο
    φόβος δυσάρεστο ενδεχόμενο
examples
  • από φόβο
    aus Angst
    από φόβο
  • υπάρχει φόβος
    es besteht die Gefahr (να dass)
    υπάρχει φόβος
  • προς μεγάλο μου φόβο
    zu meinem großen Schrecken
    προς μεγάλο μου φόβο
  • hide examplesshow examples

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: