„φωνητική“: θηλυκό φωνητική [fonitiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Phonetik Phonetikθηλυκό | Femininum, weiblich f φωνητική γλωσσ φωνητική γλωσσ