sprachgesteuert
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- με φωνητική ενεργοποίησηsprachgesteuert Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTsprachgesteuert Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT